Πόλεμος θἄρχιζε. Στὰ ξάγναντα, μπροστά μου,
κορφή, γκρεμός• τὸ βουνὸ μαῦρο. Ξαφνικὰ
τὸ βουνὸ ἀστράφτει μέσ' στὴν ὑπνοφαντασιά μου
σὰν ἀπὸ φάσγανα γυμνὰ γιὰ φονικά.
Ὅσο κι ἂν ἐγερν' ἐμὲ δείλια πρὸς τὰ χάμου,
μὲ μάτια πρόσμενα ὑψωμένα ἐκστατικὰ
τὰ πρῶτα βόλια νὰ σφυρίξουνε στ' αὐτιά μου
κ' ἔνιωθα κάτι σὰ φτερὸ στὰ σωθικά.
Καὶ νά! ἀπὸ τοῦ βουνοῦ τὴν κορωμένη ράχη
δὲ χύμησε μουγγρίζοντας ἡ ἀντάρα ἡ μάχη.
Τὸ βουνὸ χρυσὴ σκάλα, κλέφτες καὶ κουρσάροι
τὴν κατεβαίνανε, καὶ σ' ὅλους μέσα ποιός;
Ἕνας ξεχώριζε, τοῦ Γένους τὸ καμάρι,
τῆς Καλογριᾶς ὁ Γιός!
Κωστής Παλαμάς
(Ἀπό «Τὰ δεκατετράστιχα», Ἅπαντα, τόμος 7ος, σ. 420, Ἀθήνα 1972.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου