Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Μόνιμοι μεταμφιεσμένοι μασκαράδες

ΜΕΤΑΞΥ ΣΦΥΡΑΣ ΚΑΙ ΑΚΜΟΝΟΣ

(Αφιερώνεται στους ντόπιους φίλους και γνωστούς, (στους γερμανούς) σ’ αυτούς που αγαπούν την Ελλάδα και τους Έλληνες, στους διανοούμενους, στους επιστήμονες και σ’ όλους τους εργαζόμενους φιλέλληνες. Επίσης σ’ αυτούς που δεν γνωρίζουν τον Έλληνα και την πατρίδα του. 07-02-1995)
. . .
Σήμερα αφιερώνεται και στους ελληνικούς εμπόρους…, (κάποιοι συμπατριώτες μας εξακολουθούν να τους λένε «ταγούς»…,) τους μεταλλαγμένους σε δίποδα εκτρώματα και μόνιμα 
 
μεταμφιεσμένους σε μασκαράδες που δε προσφέρουν γέλιο στο εφήμερο της ζωής μας, παρά έχουν επιδοθεί στα αποκριάτικα παζάρια που βρίσκουμε κομμάτια Ελλάδας αντί για σαρακοστιανά και χαλβάδες. Τώρα που ’ναι αποκριές πάρτε ποδρόξυλα και διώξτε τις αλεπούδες από το παζάρι. Αν όχι χτες, ΤΩΡΑ! Πολίτες ξυπνάτε! 

Του Βάιου Φασούλα
«Ο Τροβαδούρος της Ξενιτιάς»


Παράδοξο. Παράξενο· αφάνταστα πιστευτό.
Πώς να το πω;
Ότι δεν είναι εύκολο να αγαπάς δυο πράγματα
Που έχουν και τα δυο πολλά καλά
Όπως και πολλές ανθρώπινες αδυναμίες
Άλλες που ξεπερνιούνται και χάνονται σε βάθη αγύριστα
κι άλλες που μεγαλώνουν επικίνδυνα και να τ’ αγαπάς!
Να είσαι δεμένος αδιάσπαστα μαζί τους
Να φτιάχνεται αρμονικά, σαν από μαγεία, ένας νέος κόσμος
απλών ανθρώπων χωρίς να το καταλαβαίνεις
Με χαρμάνια ποικιλόμορφα κι αποδεκτά
Εκεί κι εσύ μεταφέρεις του τόπου σου
λιγοστά άυλα πετράδια και τα τοποθετείς σωστά,
προσπαθώντας να διώξεις τα άσχημα που συναντάς
Να γίνεσαι δέκτης και πομπός και να βομβίζεις σαν μελισσάδικο
που βρίσκεσαι ανάμεσα σε διάφορα μαγνητικά πεδία
Όπως ο μαγνήτης και το μέταλλο!
Και να προσπαθείς να δώσεις και να πάρεις ό, τι μπορείς κι ό, τι προλαβαίνεις
από ένα μεγάλο καζάνι που βράζει
Και πολλά χνώτα δε μυρίζουν, -όπως στην αρχή τα φαντάστηκες-, ξενικά
Να φτάνουν στα μάτια σου σκιές και παράπονα από πολύ μακριά
Για να δεις, πως κι ο χρόνος άρχισε να παίζει μαζί σου θετικά
Όταν με πόνο τον κοιτάς σ’ ένα καρφωμένο ημερολόγιο και τον βλέπεις
πως δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένας παλιός γνωστός σου ή φίλος
να σου χαμογελά και να μοιάζει σαν τη θέρμη της άνοιξης
Κι εσύ να αντιμάχεσαι μυστικά τις διαφορές,
που βασικά δεν είναι πολλές μέχρι που αρχίζεις να νιώθεις,
ότι πλέον βρίσκεσαι μεταξύ σφύρας και άκμονος
Το επιβεβαιώνεις κι εσύ κι εγώ κι αυτός, που δε φταίμε σε τίποτα,
και πνιγόμαστε σ’ ένα μπέρδεμα αλλιώτικο από οποιοδήποτε άλλο
Αφύσικο που καταχαρακώνει την αξιοπρέπεια και γίνεται αντίξοη πάλη
Και να ’χεις ταυτότητες δυο!
Ως που να φτάσει η στιγμή να γίνεις ένα νούμερο
όμοιο με κείνο των ηλεκτρικών υπολογιστών
κι ένα κοκάλινο πλήκτρο, τριμμένο απ’ την πολυχρυσία
θα κατευθύνει την πορεία σου
Ποιος είσαι; Από πού έρχεσαι; Τι θέλεις;
Και θα ισχύει για τον κάθε απλό πολίτη, όποιος και να’ ναι αυτός!
Αλλά ας πούμε πως μιλούμε για δυο Πολίτες
Τους ντόπιους και τους ξένους· τους νότιους και τους βόρειους
Που ανήκουν και οι δυο σαν μυρμήγκια στην ίδια φωλιά·
στο ίδιο ημισφαίριο· στην ίδια Ήπειρο
Εδώ, στην Ευρώπη!
.....
Αρχαία η καταγωγή της μιας φυλής.
Σαν τα μελίσσια πέφτουν σε κυψέλες διώχνοντας τους κηφήνες
Σκουμπώνουν τα μανίκια τους κι αφιερώνονται πιστά στη νέα γη, στη νέα πατρίδα
Κι έρχονται από κει, που αρχίζει να ξεκινά το παρελθόν
Απ’ το Γέννημα των αιώνων, που αχτινοβόλισαν με τα φώτα τους
κι έλιωσαν σκοτάδια απ’ τους ορίζοντες
Που διέλυσαν συμπληγάδες φυσικές κι αφύσικες
Που έγιναν οι Γεωργοί των εποχών και φώτισαν στη συνέχεια άπλετα
και φλόγισαν ακόμα και ψυχές
Με μια μαγεία μπερδεμένη από θεούς, από ανθρώπινους
γίγαντες και από κολοσσούς!
Κι ας ήταν τόσο μικρή!
Όσο ο ήλιος φαίνεται με τα μάτια απ’ τη γη
Και άστραφτε!
Και άφησε ν’ απορροφηθεί ο πολιτισμός, όπως η σκασμένη γη ρουφά το νερό
Αχόρταγα!
Σε πολλούς λαούς, σε φυλές και σε έθνη
Κι ήταν αυτό κάτι παραπάνω από ικανοποίηση για τη χώρα απ’ την οποία προέρχομαι
Την φτωχιά και την πλούσια
Που πίστευε πως έκανε το καθήκον με αγάπη και περηφάνια
Και ήταν σωστό!
Με ανύπαρκτα άσχημα σημάδια
Και διοχέτευσε με υπομονή στα παιδιά της τα καλύτερα αγαθά που απ’ τη φύση της
είχε κληρονομήσει και τα ξαπόλησε σ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα
Για να περάσει στο κατώφλι της ξεκούρασης, δένοντας μ’ ένα άσπρο μαντίλι
σφιχτά τα χρυσά μαλλιά της,
να σκουπίσει τον ίδρο απ’ το μεγάλο απόσταμα,
να λύσει την μπλούζα που της έσφιγγε τ’ αφράτα της στήθια
και να αφήσει την ανάπνα της να γιάνει
Λίγο να ξεκουραστεί, να αναζωογονηθεί και να συνεχίσει ξανά
Κι όπως σήκωνε το αδύναμο πια ποδάρι να περάσει το πρώτο σκαλί,
ένας σφοδρός άνεμος, άγριος και άγνωστος, την άρπαξε και την έσυρε πίσω
Στην εγκατάλειψη και στη λησμονιά
Στην ταπείνωση και στην αθλιότητα
Εκεί που γεννιέται το σκοτάδι και που τόσο πολύ αυτή γι’ αυτό πάλεψε
Την έσβησαν και νόμισαν πως έσβησε
Μόνο οι ανάπνες της ακούγονταν αργά
Αιωρούμενες πάνω απ’ τα αυτιά τους σαν ευχή και κάτω απ’ τα
όπλα τους
Εκείνα που σκοτώνουν Ιδανικά!
Μα κι εκεί κράτησε αιώνες σκοτωμένη, ρημαγμένη και αποσυνδεμένη,
για να ξαναβγεί στην επιφάνεια διαμελισμένη
Ίσα που ανέπνεε, σακατεμένη
Κι ώσπου να ανασυγκροτηθεί, βρέθηκε σε μια καινούργια Τάξη Πραγμάτων
Και συνέχισε, ταγμένη απ’ τους αιώνες κι απ’ την ίδια τη σοφία,
να γράφει τη δικιά της Ιστορία
Η μεγάλη αρετή είχε κάνει τα θαύματά της!
Μόνο, που οι άνθρωποι γύρα της πράξανε αλλιώς
Κατά δική τους βούληση
Και δεν μιλούν πια γι’ αυτή και αυτό με λυπεί
Σκέψου!
Φτάνει ως σήμερα η ψυχρότητα και η αδιαφορία
Φαίνεται πόσο είναι ανεπιθύμητη
Και δείχνουν, τολμώ να το πω φανερά, πως την αξιοπρέπειά τους
την αντικατέστησε μια ζήλια κι ένα πάθος
Ένα διαφορετικό πάθος απ’ εκείνο το ανθρώπινο
Κάτι που ο πολιτισμός τους δεν μπόρεσε να αποφύγει
Κι ούτε το επεδίωξε
Να τη θέλουν πολλοί και να απλώνουν τα χέρια τους σαν παράνομοι εραστές
Για να βάλουν σε εφαρμογή γεννήτριες μηχανές
που αντικαθιστούν τα σκοτάδια
Χωρίς τα απλά ανθρωπάκια να γνωρίζουν τίποτα
Και Εκείνης η φωνή να πλανιέται στην έρημο
Να φωνάζει μηνύοντας προμαντέματα!
Από κει έρχομαι και νιώθω περήφανα!
.....
Η άλλη, πολύ πιο μεγάλη!
Ξεκούραστη σε σχέση με την άλλη!
Με κακουχίες λιγότερες απ’ την άλλη, πρόσφατες, φρέσκες,
που όμως προστεθήκανε στο ενεργητικό των κακουχιών της άλλης
Ω, Θεέ μου!
Μοιάσανε σε κάποια πράγματα λίγο ή πολύ;
Ή κάποια αντικείμενα την έκαναν να μοιάσει;
Όμως αυτό δεν βλάπτει· άλλα είναι τα βλαβερά
Και το μεγάλο το κακό είναι και τραγικό, καμιά φορά και κωμικό
Ότι είμαστε εμείς, οι κομμένοι σε φέτες δυο, και τα βλέπουμε όσο κανένας άλλος
Γιατί απ’ τους μεγάλους γεννιούνται μεγάλες διαφορές
Έρχονται και οι ίδιοι σε τριβή. Καλή καμιά φορά κι ορθώνεται ο νους τους
Κακή καμιά φορά, θολώνουν τα μυαλά και αναζωπυρώνουν παλιές ιστορίες
Και τα δεφτέρια ανοίγουν μοναχά τους
Έτοιμα για να γράψουνε «έπη» και άλλα τραγικά
Αποκρουστικά για την εποχή κι ανεπιθύμητα έτσι όπως έχει γίνει
Κι έχουν ανάγκη όλοι. Μεγάλοι και μικροί
Και κάτω απ’ την ανάγκη, που ’ναι πραγματική και αναγκαστική λέω εγώ,
λέει κι ο ντόπιος, με λέξεις σοφές τις δέκα εντολές
κι ο καθένας από μας πάει να παραβγεί:
-Να σβήσει η υπεροχή!
-Να φύγει ο εγωισμός!
-Να ανθίσει ο ανθρωπισμός!
-Να διωχτεί ο ρατσισμός!
-Να πάψουν τον πόλεμο και να ’ρθει η ειρήνη
-Να δώσουν στον κόσμο δουλειά
-Να σώσουν ανθρώπων παιδιά
-Να σώσουν τον πλανήτη μας, που σβήνει σαν κερί
-Να κόψουν τα δάχτυλα, που φανερώνουν την καταγωγή τους
-Να ανθίσει η Δημοκρατία, αυτή που στραγγαλίζεται
και πνίγεται καθημερινά μέσα στα αλώνια τα μεγάλα, της φωτιάς
Εδώ, εκεί, δίπλα μας και φτάνει μες στο σπίτι μας
Τουλάχιστον σ’ αυτά, άφησε κι έδειξε εκείνη, η μικρή,
πολλά διδάγματα και άφησε χλωρή τη ρίζα της παντοτινής
και αδιάψευστης αντιπαράθεσης,
αυτής που δεν θα αμφισβητηθεί ποτέ!
Μα να σαπίζουν σήμερα σοφά διδάγματα στα υποτιθέμενα ιερά Ευαγγέλια
που τα φυλούν;
Στα κλεισμένα συρτάρια του παλιού σκότους;
Εκεί που δεν πρόφτασε το διωγμένο και σβησμένο φως ν’ αστράψει;
Είναι κρίμα!
Είναι κάτι που μοιάζει σαν έσχατη προδοσία
Κι έχει δικαίωμα να το δει ο καθένας
Έχει τη δύναμη, τούτη η Χώρα, μα της λείπει το θάρρος
Όχι της δύναμης, ούτε της υπεροχής μα το άλλο, της αγάπης
Και σε ορισμένα πράγματα, το λέω φανερά,
έχει προβάδισμα αφήνοντας εμάς πολύ πίσω
Χαίρομαι, που ’ναι σημάδι φωτεινό. Κι άλλα, κι άλλα να αποχτήσει πολλά
Δε θα ’χω κι εγώ παρά ν’ αποχτήσω πιότερο πλούτο
Αρκεί να θέλει κι ας τολμήσει να κοιτάξει στον καθρέφτη
Σ’ αυτόν που πολλοί γρατζουνούν πάνω του την ιστορία τη δικιά τους
Δεν υστερεί από πολιτισμό και φως και έφτασε ψηλά
Τόσο ψηλά, που μοιάζει σαν πύργος, που ακουμπά στα σύννεφα
Κι όλο μεγαλώνει, μεγαλώνει αυτός ο πύργος,
σαν μαγικό δέντρο, και μεστώνει. μεστώνει τον κορμό του,
τα κλαριά του, τις ρίζες
Για τούτη τη μεγάλη νιώθω ό, τι και για την άλλη
Και πνίγω τον εθνικισμό αυτόν, που μερικοί πιπιλίζουν στα σάπια στόματά τους
Άλλο πράγμα η πατρίδα, με όλα τα ιδανικά που έχει η κάθε μια και τη λατρεύει
με το δικό του τρόπο ο καθένας
κι άλλο πράγμα τα ανθρωπάκια που ζητούν στους εναλλασσόμενους
κάθε φορά ανέμους να βρουν τη σιγουριά
Μ’ αυτά τα ανθρωπάκια, όμοια σαν κύματα κι όμοια σαν κι εμάς, δεθήκαμε γερά
Κάτι που κανένας ποτέ δεν θα μπορέσει να κόψει και να σπάσει
Ας το επιδιώξει κι ας το δοκιμάσει
Κι άλλο πράγμα μερικοί, που μιλούν «πατριωτικά»,
με τα μέσα τους, τα πλάνα, τα χαμόγελα, τις υποσχέσεις
Σημάδια και δώρα αποπροσανατολιστικά
Μάνες, φωνάζω, έχω δυο!
Έτσι τάχτηκε να είναι κι είμαι τυχερός
Νιώθω μικρός θεός! Τέτοια τιμή δεν συνηθίζεται
Όσο κι αν το σφυρί χτυπά στο ατσάλι του σκληρά,
είναι κάμποσες φορές που αφήνει γλυκές μελωδίες
Έστω κι αν απ’ τα πολλά χτυπήματα μέσα σ’ αυτό το εκκρεμές που ακούω,
βλέπω και μιλώ, έμαθα κι εγώ πολλά
Έτσι νιώθω και γίνομαι περήφανος διπλά
Παρελθόν για στήριγμα, οπισθοφυλακή για θησαυρό αστείρευτο που δείχνει τη ζωή
Παρόν, όσο κι αν φαίνεται στεγνό, θέλει λίγο νερό
Βασιλικός κι αν μαραθεί την μυρουδιά την έχει, λέμε στον τόπο μας
Πάλι θε να ποτίσουμε όλες του τις νεραυλακιές, να μη μας μαραθεί
Κι αν χρειαστεί κι άλλη φορά περήφανα θα δείξουμε πως λάμπουνε τ’ αστέρια!
Πως οι ήλιοι αστράφτουνε και σκορπούν διάχυτα τη θαλπωρή, τη ζέστη!
Πως οι άνεμοι παίζουνε με της άνοιξης το όμορφο φουστάνι
κι από των δένδρων και των κοριτσιών φουσκώνουνε τα στήθια απαλά
και πως οι ωκεανοί στοχάζονται στα βάθη!
Στη μια χρωστώ τη ρίζα μου, στην άλλη τον κορμό μου
και μια ψυχή που την χρωστώ ας πάει όπου θέλει!
Κι όσο για τα γεράματα, για να μην τ’ αστοχήσω, μήτε να χάσω έχω,
μήτε και να σκιαχτώ, μήτε μονάχος θα ’μαι για να αφανιστώ ή να αποβλακωθώ
Όλα μου τα καλά πίσω θα τα αφήσω
Κι ανάμεσα πολλά παλιά, που έρχονται απ’ την αρχή των άσβηστων αιώνων
Το στόχο μου, θα πω κάποια στιγμή στερνή, τον ολοκλήρωσα
κι άφησα μια μαγιά, λίγη από δω, λίγη από κει, μαζί τη δούλεψα εδώ στην ξένη γη
Κι όταν θα φτάσει η στιγμή, πως φτάνει στον καθένα,
στρατιές κι από τις δυο μεριές σίγουρα θα πετάξουν
και με τα κάτασπρα φτερά τον ουρανό θα σκιάξουν!
Από τη γερμανική ποιητική συλλογή: «Ο Τροβαδούρος της Ξενιτιάς» και
 το ποιητικό αρχείο του Β.Φ- ΑΠΟΛΛΩΝ 07.02.1995
Ε.Ε. Ελλάδα, Τρίκαλα, Φεβρουάριος 23 2012 pelasgos@fasoulas.de www.fasoulas.de
Βάιος Φασούλας
Ε.Ο. Καλαμπάκας 134
42100 ΤΡΙΚΑΛΑ
τηλ: +30 24310 72132
«Αναγκαστικά πρέπει να γυρίζουμε πίσω, προκειμένου να συναντήσουμε τη μήτρα
που γέννησε τη σημερινή ιστορία, η οποία ως σήμερα δεν καταγράφηκε σωστά
παρά κουτσουρεμένα και κάτω απ’ το μακιγιάζ που κατά καιρούς
επέβαλαν διάφοροι λόγιοι και συμφέροντα. Από εκεί πρέπει να αρχίσουμε, απ’ τις ρίζες,
που δεν φαίνονται αν δεν τις σκαλίσεις». Β.Φ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου